σκαραβαίος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται κοινά πολλά κολεόπτερα έντομα, που θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στους εκπρόσωπους της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Στο παρελθόν, τα έντομα που χαρακτηρίζονταν από τα ελάσματα με τα οποία είναι προικισμένα τα… … Dictionary of Greek
ορύκτης — ο (Α ὀρύκτης) [ορύσσω] αυτός που σκάβει τη γη προκειμένου να ανοίξει όρυγμα, σκαφέας, εκσκαφέας νεοελλ. 1. ειδικά κατασκευασμένο βαρύ σφυρί το οποίο χρησιμοποιείται στα μεταλλεία για τη διάτρηση τών κοιτασμάτων και τών πετρωμάτων όταν αυτά είναι… … Dictionary of Greek
ριζότρωγος — ο, Ν ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας σκαραβαιίδες, συγγενικό τής μηλολόνθης, μικρά σκαθάρια τών οποίων οι προνύμφες τρέφονται με ρίζες ποωδών φυτών προξενώντας καταστροφές, κυρίως, τών δημητριακών … Dictionary of Greek